- Αλανία
- Βλ. λ. Αλανοί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Αλάνια — (Alanya). Πόλη (133.000 κάτ. το 2002) της Τουρκίας, στο διοικητικό διαμέρισμα Ατταλείας, 125 χλμ. ανατολικά από την Αττάλεια και περίπου 300 χλμ. νοτιοδυτικά από τα Άδανα. Βρίσκεται απέναντι από την Κύπρο και στη θέση της υπήρχε η αρχαία… … Dictionary of Greek
Βόρειας Οσέτια-Αλάνια, Δημοκρατία — (ρωσ. Severnaya Osetyia Alaniya). Αυτόνομη δημοκρατία (8.000 τ. χλμ., 673.800 κάτ. το 2000) της Ρωσικής Ομοσπονδίας, στην Ομόσπονδη Περιφέρεια του Νότου, με πρωτεύουσα το Βλαδικαφκάζ (πρώην Ορτζχονίκτζε, 323.300 κάτ. το 2000). Η δημοκρατία… … Dictionary of Greek
παμφυλία — Χώρα της Μικράς Ασίας, στο νότιο τμήμα της και κατά μήκος της Μεσογείου, όπου σχηματίζει το Παμφύλιο πέλαγος ή κόλπο της Αττάλειας. Το στενό σχήμα της χώρας εκτείνεται μεταξύ του νοτιότατου ακρωτηρίου της Μικράς Ασίας, του Ανεμουρίου (Αναμούρ)… … Dictionary of Greek
Αλανοί — Περσικό νομαδικό έθνος (Οσοί στα γεωργιανά, Γιασοί στα ρωσικά) σαρματικής καταγωγής, που εγκαταστάθηκε τα τελευταία προχριστιανικά χρόνια στις περιοχές ανατολικά της Κασπίας και βόρεια του Καυκάσου. Από τα ορμητήρια αυτά έκαναν επανειλημμένα… … Dictionary of Greek
Καύκασος ή Καυκασία — (Caucasia). Γεωγραφική περιοχή (440.000 τ. χλμ.), που περιλαμβάνει το απώτατο μέρος της δυτικής Ρωσίας (Βόρεια Καυκασία, παλαιότερα Εγγύς Καυκασία, Ciscaucasia) και τη Γεωργία, την Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν (Υπερκαυκασία, Transcaucasia).… … Dictionary of Greek
Οσετίας Βόρειας, Αυτόνομη Ρωσική Δημοκρατία — Βλ. λ. Βόρειας Οσέτια Αλάνια, Δημοκρατία … Dictionary of Greek
αλανιάρης, -α — και ισσα, ικο αυτός που ζει στ αλάνια, το αλητόπαιδο, ο αλήτης: Είναι μεγάλος αλανιάρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)